καταφανής — clearly seen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο ολωσδιόλου φανερός, ολοφάνερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταφανῆ — καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταφανής clearly seen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταφανής clearly seen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανέστερον — καταφανής clearly seen adverbial comp καταφανής clearly seen masc acc comp sg καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανέα — καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc pl (epic ionic) καταφανής clearly seen masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανές — καταφανής clearly seen masc/fem voc sg καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανέστατον — καταφανής clearly seen masc acc superl sg καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανεστάτην — καταφανής clearly seen fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανοῦς — καταφανής clearly seen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανέας — καταφανής clearly seen masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)